- περιαγοραῖος
- περι-αγοραῖος, ὁ, u. περι-αγορευτής, ὁ, der sich immer auf dem Markte herumtreibt, Pflastertreter, Schwätzer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιαγόραιος — haunter of the market place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγόραιος — και περιαγοραῑος, ὁ, Ααυτός που συχνάζει στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγορά] … Dictionary of Greek
περιαγορευτής — ὁ, Α περιαγόραιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγορά] … Dictionary of Greek